ἀμφίδετος

ἀμφίδετος
ἀμφί-δετος, ον,
A bound or set all round, AP6.103 (Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφίδετος — η, ο (Α ἀμφίδετος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι στερεωμένος με αμφιδετήση αρχ. αυτός που είναι τοποθετημένος ή δεμένος γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω. ΠΑΡ. νεοελλ. ἀμφιδετώ] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίδετον — ἀμφίδετος bound masc/fem acc sg ἀμφίδετος bound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδέτους — ἀμφίδετος bound masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιδέω — ἀμφιδέω (Α) περιδένω, δένω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δέω «δένω». ΠΑΡ. αμφιδέτης, αμφίδετος αρχ. ἀμφίδεα, ἀμφιδέα] …   Dictionary of Greek

  • αμφιδετώ — ( έω) (για πλοία) στερεώνω, ασφαλίζω με αμφιδέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίδετος. ΠΑΡ. ἀμφιδέτηση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”